- ηλιοσέληνος
- ἡλιοσέληνος, -ον (AM ἡλιοσέληνος, -ον)μσν.αυτός που ανήκει στον ήλιο και στη σελήνηαρχ.το αρσ. ως ουσ. ὁ ἡλιοσέληνος λίθος τού οποίου ο συνδυασμός τών χρωμάτων θυμίζει τη σύνοδο ήλιου και σελήνης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιο-* + -σεληνος (< σελήνη), πρβλ. α-σέληνος, πρωτο-σέληνος].
Dictionary of Greek. 2013.